Μέσα σε μόλις ένα χρόνο, σημείωσαν αύξηση κατά περίπου 10 δις ευρώ.



Πλέον τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια ανέρχονται στο τεράστιο νούμερο των 117 δις ευρώ.

 Όπως αναφέρει η εφημερίδα «Καθημερινή», η γιγάντωση του προβλήματος οφείλεται στην παρατεταμένη ύφεση της οικονομίας, που εκτινάσσει τα «κόκκινα» επιχειρηματικά δάνεια στα ύψη, αλλά και στο γεγονός ότι σημαντική μερίδα δανειοληπτών εμφανίζεται απρόθυμη να συνεργαστεί με τις τράπεζες για τη ρύθμιση της οφειλής τους, υιοθετώντας τη νοοτροπία του «δεν πληρώνω». Είναι χαρακτηριστικό ότι τράπεζες κάνουν λόγο για πέμπτη και έκτη γενιά ρυθμίσεων, που έχουν συρρικνώσει το ύψος της απαιτούμενης δόσης, ακόμη και στα 100 - 200 ευρώ, αλλά περίπου οι μισοί από όσους έχουν προχωρήσει σε ρύθμιση δεν την τηρούν.

Αντίστοιχα, μόλις ένας στους δέκα δανειολήπτες, κατά μέσον όρο, ανταποκρίνεται στο κάλεσμα των τραπεζών για ρύθμιση της οφειλής τους στο πλαίσιο του Κώδικα Δεοντολογίας. Πρόκειται για τη δεύτερη πρόσκληση που απευθύνουν οι τράπεζες, στο πλαίσιο της εφαρμογής του Κώδικα Δεοντολογίας, μέσω επιστολών σε δανειολήπτες που καθυστερούν να πληρώσουν τη δόση του δανείου τους, από ένα μήνα και πάνω. Η διαδικασία προβλέπει μία ακόμη ευκαιρία μέσω τρίτης επιστολής, που θα κρίνει τελικώς το κατά πόσον οι οφειλέτες θα χαρακτηριστούν οριστικά συνεργάσιμοι ή μη, ανοίγοντας έτσι τον δρόμο για τον πλειστηριασμό της ακίνητης περιουσίας τους, ακόμη και αν πρόκειται για την πρώτη κατοικία. Σύμφωνα με την εικόνα που μεταφέρουν οι τράπεζες, αλλά και εταιρείες ή δικηγορικά γραφεία που εμπλέκονται στο θέμα της είσπραξης οφειλών από ληξιπρόθεσμα δάνεια, σε σημαντικό τμήμα δανειοληπτών έχει εμπεδωθεί η ψυχολογία του κακοπληρωτή. Τα στοιχεία κάνουν λόγο για ένα ποσοστό 25% μεταξύ των οφειλετών, που αν και έχουν τη δυνατότητα δεν πληρώνουν την οφειλή τους.

 Πέραν των στρατηγικών κακοπληρωτών, υπάρχει ένα σημαντικό ποσοστό που επίσης θα μπορούσε να ρυθμίσει με ένα τρόπο την οφειλή του, δίνοντας έστω ένα μικρό ποσό μηνιαίας δόσης, αλλά δεν το κάνει. Η εμπειρία των ρυθμίσεων –που εξαιρεί εκείνους που είναι σε πραγματική αδυναμία λόγω ανεργίας– αποκαλύπτει ότι η κυριότερη αιτία για τη μη τήρηση είναι η πεποίθηση πως δεν υπάρχουν επιπτώσεις, στον βαθμό που ο πλειστηριασμός ήταν μέχρι σήμερα απαγορευμένη πρακτική.

Παρά τη γιγάντωση του προβλήματος, η κυβέρνηση δεν φέρεται αποφασισμένη να προχωρήσει στην αντιμετώπισή του, τηρώντας πολιτική που στόχο έχει περισσότερο να κερδίσει χρόνο, μεταθέτοντας τη λύση στο μέλλον. Στη βάση αυτή και ενόψει της διαπραγμάτευσης με τους θεσμούς, το υπουργείο Οικονομίας προτείνει την απαγόρευση της πώλησης οφειλών από μικρομεσαίες επιχειρήσεις για δάνεια έως 500.000 ευρώ, από ελεύθερους επαγγελματίες για δάνεια έως 250.000 ευρώ και από καταναλωτικά δάνεια έως 20.000 ευρώ. Στην ίδια λογική προτείνεται να απαγορευτεί για τρία χρόνια η πώληση «κόκκινων» δανείων όλων των κατηγοριών –και όχι μόνο των στεγαστικών– όταν αυτά συνδέονται με προσημείωση ή υποθήκη πρώτης κατοικίας. Η πρόταση συναντά την κάθετη αντίδραση των θεσμών που τάσσονται υπέρ της άμεσης πώλησης τραπεζικών δανείων όλων των κατηγοριών, περιορίζοντας την προστασία της πρώτης κατοικίας μόνο για τις ευάλωτες κοινωνικές ομάδες με συγκεκριμένα –χαμηλά– εισοδηματικά κριτήρια και με την προϋπόθεση ότι η αξία της προστατευόμενης πρώτης κατοικίας θα είναι έως ένα συγκεκριμένο όριο.
Πηγή :Καθημερινή //ΕΕΑ
 
Top